Η ευημερία των ασυνόδευτων ανηλίκων συνήθως επηρεάζεται αρνητικά σε τρία διαφορετικά χρονικά σημεία: τραυματικές εμπειρίες στη χώρα καταγωγής, έκθεση σε βία ή άλλα αντίξοα γεγονότα κατά τη διάρκεια του μεταναστευτικού ταξιδιού, καθώς και παρατεταμένη παραμονή σε κέντρα υποδοχής, πολλαπλές εναλλαγές πλαισίων φιλοξενίας, απουσία κοινωνικής υποστήριξης και πολιτισμική απομόνωση στη χώρα υποδοχής (Sandahl et al., 2013). Εκτός από τις τραυματικές εμπειρίες, στους ειδικούς παράγοντες κινδύνου για τα παιδιά μετανάστες-ριες και πρόσφυγες περιλαμβάνονται η παρουσία προβλημάτων σωματικής ή ψυχικής υγείας, η ιδιότητα του «ασυνόδευτου» ανηλίκου, το αίσθημα αβεβαιότητας, η μη διατήρηση επαφής με την βιολογική οικογένεια και η διαβίωση σε υποστελεχωμένα μεγάλα κέντρα υποδοχής χωρίς προσωπικό χώρο (Nidos in Europe, 2019).

Ωστόσο, οι παράγοντες κινδύνου και η επακόλουθη ευαλωτότητα δεν συνεπάγονται αυτόματα ότι οι ασυνόδευτοι ανήλικοι θα αντιμετωπίσουν προβλήματα ψυχικής υγείας, καθώς οι προστατευτικοί παράγοντες και οι στρατηγικές αντιμετώπισης που προάγουν την ανθεκτικότητα μπορούν να διαφυλάξουν την ευημερία τους. Οι προστατευτικοί παράγοντες μπορεί να είναι ατομικοί, οικογενειακοί ή κοινοτικοί πόροι που βοηθούν τους ασυνόδευτους ανήλικους να προσαρμοστούν στο νέο τους περιβάλλον (Carlson et al., 2012). Η «εύκολη» ιδιοσυγκρασία, οι αποτελεσματικές δεξιότητες αντιμετώπισης και η άσκηση της πίστης ή της θρησκείας αποτελούν ατομικούς προστατευτικούς παράγοντες, ενώ οι σχέσεις με την ευρύτερη οικογένεια και ο συναισθηματικός δεσμός με τουλάχιστον έναν γονέα αποτελούν οικογενειακούς προστατευτικούς παράγοντες. Όσον αφορά τους κοινοτικούς προστατευτικούς παράγοντες, αυτοί περιλαμβάνουν τη σύνδεση του ατόμου με φιλοκοινωνικές οργανώσεις στην ευρύτερη κοινότητα.

Επιπρόσθετοι προστατευτικοί παράγοντες για την ευημερία των ασυνόδευτων ανηλίκων είναι η εργατικότητα και η φιλοδοξία να πετύχουν, εφόσον βέβαια αυτές δεν προκύπτουν από πίεση της βιολογικής οικογένειας. Η επιδίωξη της επιτυχίας χρησιμοποιείται επίσης συχνά και ως μηχανισμός αντιμετώπισης των δυσκολιών από τους ανήλικους. Για παράδειγμα, η συμμετοχή στην εκπαίδευση και η επαρκής σχολική φοίτηση μπορούν πράγματι να κάνουν τα παιδιά να αισθανθούν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ασφάλεια, παρέχοντας τους καθημερινές δραστηριότητες που είναι δομημένες και προβλέψιμες (Eide & Hjern, 2013). Άμεσα με αυτό σχετίζεται και η γνώση της γλώσσας της χώρας υποδοχής, η οποία αποτελεί έναν επιπλέον προστατευτικό παράγοντα για τους ασυνόδευτους ανήλικους, καθώς συνδέεται θετικά με την εκπαίδευση, την επαγγελματική απασχόληση και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, οι οποίες συμβάλλουν σε λιγότερα προβλήματα ψυχικής υγείας (Straiton et al., 2019).

Επιπλέον, έρευνες δείχνουν ότι η ικανότητα αντιμετώπισης των δυσκολιών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό τόσο από συνδέσεις με το παρελθόν όσο και από την δυνατότητα να βασίζεται κανείς σε ανθρώπους στο παρόν. Εκείνοι-ες που προσαρμόζονται στον πολιτισμό της χώρας υποδοχής, διατηρώντας παράλληλα την εθνική τους ταυτότητα, τείνουν να βιώνουν τα περισσότερα οφέλη όσον αφορά την ευημερία τους. Συνεπώς, η διατήρηση της επαφής των ασυνόδευτων ανηλίκων με την εθνική τους κοινότητα είναι απαραίτητη, αλλά εξίσου σημαντική είναι και η κοινωνικοποίηση και η συμμετοχή τους σε δραστηριότητες που προωθούν δεσμούς φιλίας με άλλα άτομα και που βοηθούν στο να μην σκέφτονται αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος. Γενικά, περισσότερη κοινωνική στήριξη, κοινωνικό κεφάλαιο και εμπιστοσύνη σε άλλους ανθρώπους αποτελούν προστατευτικούς παράγοντες. Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται και η σημασία της αναδοχής, καθώς οι ανάδοχοι γονείς συνήθως δημιουργούν στενές και μακροχρόνιες σχέσεις με τους ασυνόδευτους ανήλικους, βοηθώντας τους να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους (Nordic Welfare Centre, 2020). Ταυτόχρονα όμως, το πλαίσιο της αναδοχής παρέχει πρόσβαση και σε άλλους προστατευτικούς παράγοντες, όπως η υποστήριξη από φίλους-ες, η κοινωνική στήριξη, η κοινωνική ενσωμάτωση και οι θετικές σχολικές εμπειρίες (Fazel et al. 2012 ˙ Kovacev 2004).
Κάτι επίσης σημαντικό που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι η ανθεκτικότητα δεν είναι ένα έμφυτο και σταθερό χαρακτηριστικό με το οποίο κανείς είτε γεννιέται είτε όχι. Αντίθετα, η ανθεκτικότητα είναι ένα χαρακτηριστικό που μπορεί κανείς να αναπτύξει, έχει δυναμικό χαρακτήρα και μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Από αυτή την άποψη, οι ανάδοχοι γονείς μπορούν να συνδράμουν τους ασυνόδευτους ανήλικους στο να αναπτύξουν ανθεκτικότητα. Το πρώτο πράγμα που μπορούν να κάνουν προς αυτό το σκοπό είναι να τους βοηθήσουν να δημιουργήσουν συνδέσεις με άλλα άτομα και να χτίσουν το δικό τους δίκτυο (οικογένεια, φίλοι-ες, συνομήλικοι-ες), ώστε να έχουν μια πηγή υποστήριξης. Με αυτό συνδέεται άμεσα και το να βοηθηθεί το παιδί ώστε να αναπτύξει ή να βελτιώσει τις επικοινωνιακές και διαπροσωπικές δεξιότητες που απαιτούνται για τη δημιουργία σχέσεων και τη συμμετοχή σε διάλογο (Fondazione L’albero Della Vita Onlus, 2021).

Οι ανάδοχοι γονείς μπορούν ακόμα να ενδυναμώσουν την ανθεκτικότητα των ανηλίκων εστιάζοντας στο να ακούσουν τι έχουν οι ίδιοι να τους πουν. Η ενεργητική ακρόαση πρέπει να στοχεύει στην κατανόηση του παιδιού και στο σεβασμό του τι επιθυμεί να αποκαλύψει για τον εαυτό του χωρίς επικριτικότητα. Επιπλέον, ένας ακόμα τρόπος ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των ασυνόδευτων ανηλίκων είναι η ένδειξη εκτίμησης προς το πρόσωπό τους, τις απόψεις, τα δυνατά σημεία, τα επιτεύγματα, την προσπάθειά τους, καθώς και η ενστάλαξη μίας σπίθας ελπίδας και το άνοιγμα ενός πεδίου δυνατοτήτων στη σχέση μαζί τους. Ωστόσο, ταυτόχρονα απαιτείται οι ανάδοχοι γονείς να παραμένουν ειλικρινείς και ρεαλιστές όσον αφορά πιθανές αβεβαιότητες και δυσκολίες που μπορεί να περιμένουν τον ανήλικο μακροπρόθεσμα. Υπό αυτό το πρίσμα, η συμβολή της διδασκαλίας δεξιοτήτων αυτοελέγχου και συναισθηματικής ρύθμισης στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ανηλίκων είναι ανεκτίμητη, δεδομένου ότι συχνά θα κληθούν να διαχειριστούν έντονα συναισθήματα και κρίσεις στη ζωή τους. Ο καθορισμός στόχων είναι μια άλλη σημαντική δεξιότητα που ενδυναμώνει τους ανήλικους διδάσκοντάς τους την κατάτμηση των στόχων τους σε μικρότερα κομμάτια, την επικέντρωση σε επιμέρους στόχους κάθε φορά και την ολοκλήρωση αυτών, τη δοκιμή διαφορετικών προσεγγίσεων και νέων στρατηγικών για να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα κ.ο.κ. (Fondazione L’albero Della Vita Onlus, 2021).

Τέλος, μια σημαντική πηγή ανθεκτικότητας για τους ασυνόδευτους ανήλικους, ιδίως στην εφηβεία, είναι το να δρουν ανεξάρτητα, καθώς η αυτονομία είτε επιτυγχάνεται πριν από την αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής τους είτε αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια του μεταναστευτικού τους ταξιδιού. Συνεπώς, είναι σημαντικό οι ανάδοχοι γονείς να κατανοήσουν ότι παρόλο που θεωρούν το ασυνόδευτο παιδί ως ανήλικο, μπορεί αυτό να μην θεωρείται ανήλικο στη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, αυτό το δύσκολο ζήτημα θα πρέπει να συζητείται μεταξύ των ανάδοχων γονέων και των ανηλίκων με εποικοδομητικό τρόπο και ίσως επίσης με τη βοήθεια αρμόδιων επαγγελματιών, προκειμένου να βρεθεί κάποιος κοινός τόπος μεταξύ τους (Fondazione L’albero Della Vita Onlus, 2021).

Συνοψίζοντας, η ευημερία των ασυνόδευτων ανηλίκων συχνά διακυβεύεται από τραυματικές εμπειρίες και τη συσσώρευση πολλαπλών παραγόντων κινδύνου. Παρόλα αυτά, η δημιουργία ή η ενίσχυση προστατευτικών παραγόντων και η ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας των ανηλίκων μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα στα προβλήματα ψυχικής υγείας. Παρέχοντας μια ασφαλή βάση για τους ανήλικους, η ανάδοχη φροντίδα μπορεί να τους βοηθήσει να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους και να αναπτύξουν ικανότητες που θα τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις προκλήσεις της αναδυόμενης ενηλικίωσης στη χώρα υποδοχής. Τελευταίο και εξίσου σημαντικό, η αναδοχή διευκολύνει ταυτόχρονα τους ανάδοχους γονείς να οικοδομήσουν και τη δική τους ανθεκτικότητα μέσω της ενσυναισθητικής ανταπόκρισής τους στην ιστορία της ζωής του ανήλικου.

Βιβλιογραφία

Carlson, B. E., Cacciatore, J., & Klimek, B. (2012). A risk and resilience perspective on unaccompanied refugee minors. Social Work, 57(3), 259-269. https://doi.org/10.1093/sw/sws003
Eide, K., & Hjern, A. (2013). Unaccompanied refugee children – vulnerability and agency. Acta Paediatrica, 102(7), 666-668. https://doi.org/10.1111/apa.12258
Fazel, M., Reed, R. V., Panter-Brick, C., & Stein, A. (2012). Mental health of displaced and refugee children resettled in high-income countries: Risk and protective factors. Lancet, 379 (9812), 266-282. https://doi.org/10.1016/S0140-6736(11)60051-2
Fondazione L’albero Della Vita Onlus. (2021). Foster care and alternative forms of care for unaccompanied and separated migrant children. A training toolkit for professionals, families, and minors. http://epic-project.alberodellavita.org/wp-content/uploads/2021/10/TOOLKIT-ENG-new.pdf
Kovacev, L. (2004). Acculturation and social support in relation to psychological adjustment of adolescent refugees resettled in Australia. International Journal of Behavioral Development, 28, 259-267. https://doi.org/10.1080%2F01650250344000497
Nidos in Europe. (2019). ALFACA Manual Greek. https://nidosineurope.eu/wp- content/plugins/download-attachments/includes/download.php?id=923
Nordic Welfare Centre. (2020). Mental health and well-being of unaccompanied minors: A Nordic overview. https://nordicwelfare.org/wp-content/uploads/2020/03/NWC-Ensamkommandes-ha%CC%88lsa-webb.pdf
Sandahl, H., Norredam, M., Hjern, A., Asher, H., & Smith Nielsen, S. (2013). Policies of access to healthcare services for accompanied asylum-seeking children in the Nordic countries. Scandinavian Journal of Public Health, 41, 630-636. https://doi.org/10.1177%2F1403494813484555
Straiton, M. L., Aambø, A. K., & Johansen, R. (2019). Perceived discrimination, health and mental health among immigrants in Norway: Τhe role of moderating factors. BMC Public Health, 19, 325. https://doi.org/10.1186/s12889-019-6649-9

Αρθρογράφος, Ηλιάνα Κωνσταντοπούλου, Ψυχολόγος MSc